λακτάση

λακτάση
Ένζυμο που αποτελεί συστατικό των πεπτικών υγρών μερικών ζώων. Βρίσκεται στη νήστιδα του βλεννογόνου του λεπτού εντέρου και βοηθά στην υδρόλυση του γαλακτοσακχάρου (λακτόζη) σε γλυκόζη και γαλακτόζη. Στον άνθρωπο, η έλλειψη του ενζύμου προκαλεί δυσανεξία στα γαλακτοκομικά προϊόντα. Αντίστοιχο ένζυμο παράγεται και από βακτήρια, το οποίο ονομάζεται και β-γαλακτοσιδάση. Η βακτηριακή λ., εκτός από τη δράση της στους διασακχαρίτες, δρα και σε μεγαλύτερες αλυσίδες βήτα-D-γαλακτοζίτες, ενώ χρησιμοποιείται και στη βιομηχανία για την παραγωγή γαλακτικού οξέος από τη γλυκόζη.
* * *
η
(βιοχ.) ένζυμο που απαντά στο λεπτό έντερο, στο συκώτι και στους νεφρούς και καταλύει τη διάσπαση τής λακτόζης σε γλυκόζη και γαλακτόζη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. lactase < γαλλ. lact- (< λατ. lact- < λατ. lac, -tis «γάλα») + -ase < diast-ase, κατ' απόσπαση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εμουλσίνη — Μείγμα συγγενών ενζύμων που υδρολύουν τους β γλυκοζίτες (όπως για παράδειγμα την αμυγδαλίνη με παραγωγή υδροκυανίου). Είναι μαλακή, λευκή ή κίτρινη σκόνη, που προκαλεί θόλωση του νερού αν διαλυθεί σε αυτό και βρίσκεται στα σπέρματα διαφόρων φυτών …   Dictionary of Greek

  • πεπτικό σύστημα — Το πεπτικό σύστημα αποτελείται από πολυάριθμα όργανα που, ενωμένα κατά σειρά, σχηματίζουν ένα μακρό σωλήνα, που στον ενήλικο μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 12 13 μ. (πεπτικός σωλήνας), και από προσαρτημένους αδένες, όπως οι σιελογόνοι, το συκώτι… …   Dictionary of Greek

  • σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”